τσιμιά

τσιμιά
και τσιμινιά, η, Ν
τζάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμινιέρα, κατά το γωνιά «τζάκι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιμιομαντίλα — η, Ν κεντητή ή υφαντή μαντίλα που χρησιμοποιείται για προπέτασμα σε τζάκι ή για τη διακόσμηση τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμιά + μαντίλα] …   Dictionary of Greek

  • τσιμιόπανο — το, Ν η τσιμιομαντίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμιά + πανί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”